- πάρυδρος
- πάρ-υδρος, am Wasser lebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πάρυδρος — ον, Α αυτός που βρίσκεται ή ζει κοντά σε νερό («πάρυδροι ἁλκυόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. έν υδρος] … Dictionary of Greek
πάρυδρον — πάρυδρος living near water masc/fem acc sg πάρυδρος living near water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρύδρων — πάρυδρος living near water masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρυδρα — πάρυδρος living near water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek